- ἀγραφῆ
- ἀγραφήςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ἀγραφήςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)ἀγραφήςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
σλαμ — Φτωχογειτονιά σε μεγάλη πόλη των ΗΠΑ Ο όρος προέρχεται από τη λέξη slum και έχει καθιερωθεί διεθνώς. Στα σ. κατοικούν συνήθως νέγροι, πορτορικανοί και μετανάστες από την Ευρώπη και από χώρες της Ασίας και της Αμερικής. Αντίθετα με τους άλλους… … Dictionary of Greek
παράδοση — η 1. δόσιμο: Παράδοση των χρημάτων στον ίδιο. 2. μεταβίβαση: Η παράδοση της εξουσίας από τους δικτάτορες σπάνια γίνεται με ειρηνικό τρόπο. 3. άγραφη μυθική διήγηση που περνά από τους παλιότερους στους νεότερους: Παλιά παράδοση λέει πως το χωριό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)